- εσσήν
- ἐσσήν, -ῆνος, ὁ (ΑΜ)(κατά το Ετυμολογικόν Μέγα) ο βασιλιάς τών μελισσώναρχ.1. πληθ. οἱ ἐσσῆνεςοι ιερείς τής Αρτέμιδος στην Έφεσο2. ο βασιλιάς, ανώτατος άρχων3. μτφ. (κατά τον Ηρωδιαν.) οικιστής4. ύφασμα για τα ενδύματα τών Ιουδαίων ιερέων.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λέξη μικρασιατικής (φρυγικής ή λυδικής) προελεύσεως. Σχηματισμός κατά τα σε -ήν (πρβλ. βα(λ)λήν «βασιλιάς», κηφήν κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.